Click to set custom HTML
Πίστεψε στο ΚΑΛΟ!!!!
ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ
Το «Μυστικό» του Σωκράτη για να μην «Ενδύεσαι» τις Προσβολές των άλλων
Μια μέρα, κάποιος πρόσβαλε άσχημα δημοσίως τον Σωκράτη φωνάζοντας στην αγορά:
– Είσαι παλιάνθρωπος, αγύρτης, άσχετος και πότης!
Ο Σωκράτης δεν απάντησε, απλώς χαμογέλασε, κουνώντας το κεφάλι.
Ένας πλούσιος αριστοκράτης γνωστός του Σωκράτη, βλέποντας αυτή τη σκηνή ρώτησε τον Σωκράτη :
– Πώς μπορείς και ανέχεσαι τέτοιες προσβολές; Δεν αισθάνεσαι άσχημα;
Ο Σωκράτης χαμογέλασε ξανά και του είπε: » Έλα μαζί μου».
Ο γνωστός του τον ακολούθησε σε μία παλαιά και σκονισμένη αποθήκη. Ο Σωκράτης άναψε ένα πυρσό, και άρχισε να ψάχνει τριγύρω, μέχρι που βρήκε μια άχρηστη, κουρελιασμένη και τρύπια χλαμύδα. Την έδωσε στον άντρα και του είπε: «Φόρεσέ τη, θα σου κάνει».
Ο άντρας κοίταξε τη κουρελιασμένη χλαμύδα, και του είπε αγανακτισμένος:
-» Είσαι καλά Σωκράτη; Θα φορέσω εγώ αυτό το κουρέλι; Και του πέταξε πίσω τη χλαμύδα».
Βλέπεις, του είπε ο Σωκράτης, φυσικά και δεν δέχθηκες να φορέσεις την βρώμικη χλαμύδα. Κατά τον ίδιο τρόπο, και εμένα δεν με άγγιξαν τα ανόητα και βρώμικα λόγια που είπε εκείνος ο άνθρωπος. Όταν κάποιος σου χαρίζει κάτι που δεν θέλεις, και εσύ δεν το δεχθείς, σε ποιόν ανήκει το απορριφθέν δώρο;
Το να ταράσσεται κάποιος και να θυμώνει από τις προσβολές των άλλων, είναι σαν να δέχεται να φορέσει τα κουρέλια που του ρίχνουν.
Εμπνευσμένη από τον γράφοντα, από μία παρόμοια Σούφικη ιστορία, με πρωταγωνιστή στην θέση του Σωκράτη του Πέρση φιλοσοφου, μαθηματικού, αστρονόμου, και ποιητή, Omar Khayyám
XLETSOS-BASILHS , DIADRASTIKA.COM
Το «Μυστικό» του Σωκράτη για να μην «Ενδύεσαι» τις Προσβολές των άλλων
Μια μέρα, κάποιος πρόσβαλε άσχημα δημοσίως τον Σωκράτη φωνάζοντας στην αγορά:
– Είσαι παλιάνθρωπος, αγύρτης, άσχετος και πότης!
Ο Σωκράτης δεν απάντησε, απλώς χαμογέλασε, κουνώντας το κεφάλι.
Ένας πλούσιος αριστοκράτης γνωστός του Σωκράτη, βλέποντας αυτή τη σκηνή ρώτησε τον Σωκράτη :
– Πώς μπορείς και ανέχεσαι τέτοιες προσβολές; Δεν αισθάνεσαι άσχημα;
Ο Σωκράτης χαμογέλασε ξανά και του είπε: » Έλα μαζί μου».
Ο γνωστός του τον ακολούθησε σε μία παλαιά και σκονισμένη αποθήκη. Ο Σωκράτης άναψε ένα πυρσό, και άρχισε να ψάχνει τριγύρω, μέχρι που βρήκε μια άχρηστη, κουρελιασμένη και τρύπια χλαμύδα. Την έδωσε στον άντρα και του είπε: «Φόρεσέ τη, θα σου κάνει».
Ο άντρας κοίταξε τη κουρελιασμένη χλαμύδα, και του είπε αγανακτισμένος:
-» Είσαι καλά Σωκράτη; Θα φορέσω εγώ αυτό το κουρέλι; Και του πέταξε πίσω τη χλαμύδα».
Βλέπεις, του είπε ο Σωκράτης, φυσικά και δεν δέχθηκες να φορέσεις την βρώμικη χλαμύδα. Κατά τον ίδιο τρόπο, και εμένα δεν με άγγιξαν τα ανόητα και βρώμικα λόγια που είπε εκείνος ο άνθρωπος. Όταν κάποιος σου χαρίζει κάτι που δεν θέλεις, και εσύ δεν το δεχθείς, σε ποιόν ανήκει το απορριφθέν δώρο;
Το να ταράσσεται κάποιος και να θυμώνει από τις προσβολές των άλλων, είναι σαν να δέχεται να φορέσει τα κουρέλια που του ρίχνουν.
Εμπνευσμένη από τον γράφοντα, από μία παρόμοια Σούφικη ιστορία, με πρωταγωνιστή στην θέση του Σωκράτη του Πέρση φιλοσοφου, μαθηματικού, αστρονόμου, και ποιητή, Omar Khayyám
XLETSOS-BASILHS , DIADRASTIKA.COM
Το μυστικό του Σωκράτη για να πετύχεις οτιδήποτε επιθυμείς
Καθώς ο Πλάτων έκανε βόλτα, ένα πρωινό με τον δάσκαλο του Σωκράτη, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον ρώτησε ποιο είναι το μυστικό για να πετύχεις οτιδήποτε.
Ο Σωκράτης δεν απάντησε και ο Πλάτων από σεβασμό δεν επίμεινε, λίγο πριν φτάσουν όμως στην πηγή στερνή για να πιουν νερό, δεν άντεξε και ξαναρώτησε…
Τότε ο δάσκαλος έσκυψε ήπιε νερό και έπιασε άγρια τον Πλάτωνα από τα μαλλιά και έβαλε το κεφάλι του βίαια μέσα στη γούρνα και λίγο πριν πνιγεί τον απελευθέρωσε ενώ εκείνος τραβήχτηκε παίρνοντας βαθιά ανάσα.
Μετά από λίγη ώρα και αφού ο Πλάτων είχε συνέλθει ο Σωκράτης είπε:
“Θα πετύχεις μόνον όταν στην επιθυμία σου βάλεις, την ίδια δύναμη που έβαλες τώρα για να ζήσεις. Οι άνθρωποι Πλάτων έχουν επιθυμίες, που αν δεν γίνουν σφοδρές επιθυμίες θα παραμείνουν μόνον φαντασιώσεις».
Καθώς ο Πλάτων έκανε βόλτα, ένα πρωινό με τον δάσκαλο του Σωκράτη, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον ρώτησε ποιο είναι το μυστικό για να πετύχεις οτιδήποτε.
Ο Σωκράτης δεν απάντησε και ο Πλάτων από σεβασμό δεν επίμεινε, λίγο πριν φτάσουν όμως στην πηγή στερνή για να πιουν νερό, δεν άντεξε και ξαναρώτησε…
Τότε ο δάσκαλος έσκυψε ήπιε νερό και έπιασε άγρια τον Πλάτωνα από τα μαλλιά και έβαλε το κεφάλι του βίαια μέσα στη γούρνα και λίγο πριν πνιγεί τον απελευθέρωσε ενώ εκείνος τραβήχτηκε παίρνοντας βαθιά ανάσα.
Μετά από λίγη ώρα και αφού ο Πλάτων είχε συνέλθει ο Σωκράτης είπε:
“Θα πετύχεις μόνον όταν στην επιθυμία σου βάλεις, την ίδια δύναμη που έβαλες τώρα για να ζήσεις. Οι άνθρωποι Πλάτων έχουν επιθυμίες, που αν δεν γίνουν σφοδρές επιθυμίες θα παραμείνουν μόνον φαντασιώσεις».
Το δέντρο που έδινε
Ένα παραμύθι από εκείνα που δεν είναι για παιδιά, αλλά κυρίως για τους μεγάλους.
Με δυνατά μηνύματα για το «δόσιμο», τη γενναιοδωρία, την πλεονεξία, την ακόρεστη μανία που οδηγεί στην ανικανοποίηση και αχόρταγη απαίτηση για όλο και περισσότερα, μέχρι που η ζωή φτάνει στο τέλος…
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά… και αγαπούσε ένα αγοράκι. Κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε τον βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.
Παίζανε και κρυφτό…κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.Το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά… πάρα πολύ κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα πέρασαν τα χρόνια και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε: «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου από κάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;».
«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ” τη χαρά της κι είπε: «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;» «Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά.
«Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά – καλά δεν μπορούσε.
«Έλα, αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις».
«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω» είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά.Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;».
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά…και να ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη… μα όχι πραγματικά. Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, αγόρι », είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω… Δεν έχω μήλα». «Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά.
«Δεν μπορείς να κάνεις κούνια…» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις..»
«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι…»
«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις.Έλα, αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Ένα παραμύθι από εκείνα που δεν είναι για παιδιά, αλλά κυρίως για τους μεγάλους.
Με δυνατά μηνύματα για το «δόσιμο», τη γενναιοδωρία, την πλεονεξία, την ακόρεστη μανία που οδηγεί στην ανικανοποίηση και αχόρταγη απαίτηση για όλο και περισσότερα, μέχρι που η ζωή φτάνει στο τέλος…
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά… και αγαπούσε ένα αγοράκι. Κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε τον βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.
Παίζανε και κρυφτό…κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.Το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά… πάρα πολύ κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα πέρασαν τα χρόνια και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε: «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου από κάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;».
«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ” τη χαρά της κι είπε: «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;» «Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά.
«Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά – καλά δεν μπορούσε.
«Έλα, αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις».
«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω» είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά.Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;».
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά…και να ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη… μα όχι πραγματικά. Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, αγόρι », είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω… Δεν έχω μήλα». «Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά.
«Δεν μπορείς να κάνεις κούνια…» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις..»
«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι…»
«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις.Έλα, αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Ό,τι Σπείρεις θα Θερίσεις…
Ένας αυτοκράτορας, στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι είχε φτάσει η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή ένα από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. «Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας».
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν!
Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. «Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξανάρθετε εδώ μετά από ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ’ αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε, κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!»
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν κι αυτός εκεί εκείνη τη μέρα και, όπως όλοι οι άλλοι, πήρε ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα, κι αυτός φύτεψε το σπόρο του και τον πότισε προσεχτικά. Και κάθε μέρα του άρεσε να τον ποτίζει και να παρακολουθεί αν είχε φυτρώσει.
Ύστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και τα φυτά τους, που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν.
Ο Λίνγκ παρακολουθούσε το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωνε. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε βδομάδες, κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν μ’ ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν είχε φυτρώσει τίποτα στη γλάστρα του. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αλλά αυτός τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
Τελικά ο χρόνος πέρασε και ήρθε η μέρα που όλοι οι νέοι του βασιλείου θα πήγαιναν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση.
Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν ήθελε να πάει με μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Ο Λίνγκ αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, αλλά επειδή ήταν έντιμος, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο κι έφυγε για το παλάτι με την άδεια γλάστρα του. Όταν έφτασε εκεί, έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που είχαν καλλιεργήσει οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα φυτά σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα. Πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν: «Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο».
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας.
«Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε!», είπε ο αυτοκράτορας. «Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί ο επόμενος αυτοκράτορας!»
Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια γλάστρα του, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Αμέσως διέταξε τους φρουρούς να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ κατατρόμαξε. «Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος», σκέφτηκε. «Ίσως με σκοτώσει».
Ήλθε όμως μπροστά στον αυτοκράτορα, κι αυτός τον ρώτησε πώς λέγεται. «Λέγομαι Λίνγκ» απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν.
Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι.
Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανήγγειλε στο πλήθος:«Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ!»
Ο Λίνγκ δεν μπορούσε να το πιστέψει! Δεν είχε καταφέρει ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
Τότε ο αυτοκράτορας είπε: «Πριν από ένα χρόνο, σαν και σήμερα, έδωσα στον καθένα σας από ένα σπόρο. Σας είπα να τον πάρετε, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου φέρατε δέντρα, φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ’ έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι’ αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!
Να είσαι βέβαιος ότι κάποια μέρα θα απολαύσεις τους καρπούς της εντιμότητας και της ακεραιότητάς σου ή θα πληρώσεις για τις εγωιστικές επιλογές που έσπειρες σήμερα.
......................................................................................................................................................
Το κλειδί της ευτυχίας, Χόρχε Μπουκάι
Ο μύθος λέει οτι πριν ακόμα υπάρξει η ανθρωπότητα, μαζεύτηκαν διάφορα τελώνια για να σκαρώσουν μια φάρσα. Λέει ένα από αυτά: «Πολύ σύντομα θα δημιουργηθούν οι άνθρωποι. Δεν είναι δίκαιο να έχουν τόσες αρετές και τόσες δυνατότητες. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τους είναι πιο δύσκολο να πάνε μπροστά. Να τους γεμίσουμε διαστροφές κι ελαττώματα… Αυτό θα τους καταστρέψει».
Το μεγαλύτερο στα χρόνια τελώνιο, λέει:
«Προβλέπεται να έχουν ελαττώματα και διπροσωπία αλλά αυτό θα τους κάνει απλώς πιο ολοκληρωμένους. Νομίζω οτι πρέπει να τους στερήσουμε κάτι που, όπως και να ’ναι θα τους κάνει να ζουν κάθε μέρα κι από μια καινούργια πρόκληση».
«Τι πλάκα θα ’χει!!!» είπαν όλα μαζί.
Αλλά ένα νεαρό και πονηρό τελώνιο, από μια γωνιά, σχολιάζει:
«Πρέπει να τους πάρουμε κάτι σημαντικό… αλλά τί;»
Μετά από πολλή σκέψη, το μεγαλύτερο αναφωνεί:
«Το βρήκα! Θα τους πάρουμε το κλειδί της ευτυχίας».
«Θαυμάσια… φανταστική… καταπληκτική ιδέα!» φωνάζουν τα τελώνια χορεύοντας γύρω από ένα τεράστιο καζάνι.
Το γέρικο στοιχειό συνεχίζει:
«Το πρόβλημα είναι πού να το κρύψουμε για να μη μπορέσουν να το βρουν».
Το πρώτο τελώνιο ξαναπαίρνει το λόγο:
«Να το κρύψουμε στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού του κόσμου».
Αμέσως, όμως, ένα άλλο τελώνιο απαντά:
«Όχι. Μην ξεχνάτε πως θα έχουν δύναμη και θα είναι πεισματάρηδες. Εύκολα, κάποια στιγμή, μπορεί ν’ ανέβει κάποιος και να το βρει, κι άμα το βρει ένας θ’ ακολουθήσουν όλοι, και τότε πάει, τελείωσε η πρόκληση».
Ένα τρίτο τελώνιο προτείνει:
«Να το κρύψουμε στο βυθό της θάλασσας».
Ένα τέταρτο, παίρνει το λόγο και απαντά:
«Όχι. Θυμηθείτε πως είναι περίεργοι. Κάποια στιγμή θα κατασκευάσουν μια συσκευή για να μπορούν να κατεβαίνουν στο βυθό, και τότε θα το βρουν πολύ εύκολα».
Το τρίτο τελώνιο λέει:
«Να το κρύψουμε σε έναν πλανήτη μακριά από τη Γη».
Οι άλλοι όμως απαντούν:
«Όχι. Μη ξεχνάς την ευφυία τους. Μια μέρα, κάποιος θα κατασκευάσει ένα πλοίο με το οποίο θα μπορούν να ταξιδέψουν σε άλλους πλανήτες και θα το ανακαλύψουν».
Ένα γέρικο τελώνιο που είχε μείνει μέχρι τώρα σιωπηλό κι αφουγκραζόταν τις προτάσεις των άλλων, σηκώνεται, πάει στο κέντρο και λέει:
«Νομίζω πως ξέρω που πρέπει να το βάλουμε για να μην μπορέσουν πραγματικά να το βρουν. Πρέπει να το βάλουμε εκεί που δεν θα έψαχναν ποτέ».
Γυρνάνε όλοι έκπληκτοι και ρωτάνε μ’ ένα στόμα:
«Πού;»
Το γέρικο τελώνιο απαντά:
«Θα το κρύψουμε μέσα τους… πολύ κοντά στην καρδιά τους…»
Τα χειροκροτήματα πολλαπλασιάζονται, κι αρχίζουν να γελάνε όλα μαζί:
«Χα.. χα.. χα..! Θα ψάχνουν να το βρουν απ’ έξω, απελπισμένοι, και δεν θα ξέρουν πως το έχουν συνεχώς μαζί τους».
Ο νεαρός σκεπτικιστής σημειώνει:
«Οι άνθρωποι θα έχουν βαθιά επιθυμία να γίνουν ευτυχισμένοι, κι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί ένας αρκετά σοφός ώστε να ανακαλύψει που βρίσκεται το κλειδί. Και τότε, θα το πει σε όλους».
«Μπορεί να γίνει κι έτσι» λέει το πιο ηλικιωμένο τελώνιο, ωστόσο, οι άνθρωποι θα έχουν επίσης μια έμφυτη δυσπιστία για τα πιο απλά πράγματα. Αν ποτέ υπάρξει αυτός ο άνθρωπος και αποκαλύψει πως το μυστικό κρύβεται μέσα στον καθένα… κανένας δεν θα τον πιστέψει».
...................................................................................................................................................
Ο ΔΡΑΚΟΣ
«Κάποτε σε ένα πανέμορφο δάσος ζούσε ένας πράσινος, μεγάλος δράκος.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε έβλεπε τα δέντρα του δάσους, έπαιρνε βαθιές αναπνοές και ένιωθε ευτυχισμένος!
Το δάσος ήταν τόσο όμορφο που γρήγορα απέκτησε τεράστια φήμη, με αποτέλεσμα να έρχονται από παντού ζώα να μείνουν εκεί.
Από τότε ο δράκος έχασε την ησυχία του. Και όχι τίποτα άλλο, άρχιζε να νευριάζει εύκολα και να θυμώνει.
Την πρώτη φορά που θύμωσε ήταν επειδή τα σκιουράκια μάζεψαν βελανίδια και τα αφήσανε παντού στο έδαφος.
Πήγε ο δράκος να κάνει τον περίπατό του, τα πάτησε και άρχισε να χοροπηδά από τον πόνο.
Θύμωσε τόσο πολύ που από το στόμα του βγήκε φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν να καεί το δέντρο δίπλα του, αλλά και η γλώσσα του.
Για μέρες δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να φάει.
Μόλις συνήλθε, συνέβη κάτι άλλο που τον έκανε να θυμώσει.
Ένας λαγός έφαγε καρότα και πέταξε τα κοτσάνια έξω από την σπηλιά του δράκου.
Ξαναθύμωσε ο πράσινος δράκος, έβγαλε φωτιά από το στόμα του, έκαψε δυο δέντρα αυτή την φορά και έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην γλώσσα του.
Όσο για την γλώσσα του, είχε γεμίσει φουσκάλες και τον έκανε να τρώει μόνο γιαούρτι και να μιλάει …πθεβδά!
Μια μέρα ήρθε στο δάσος ένα ξωτικό που μόλις είδε την μεγάλη καταστροφή, έψαξε να βρει τι έφταιγε.
Δεν άργησε να βρει τον δράκο να θυμώνει και να βγάζει φωτιά από το στόμα του, όταν ένας τυφλοπόντικας είχε γεμίσει τον τόπο με τρύπες.
Τότε το ξωτικό πήγε κοντά και του έδωσε το «μαγικό κουτί».
Από εκείνη την ημέρα ο δράκος όχι μόνο δεν θύμωνε, αλλά και σταμάτησε να βγάζει φωτιές και να καίει τα δέντρα.
Σήμερα το δάσος έχει γίνει καταπράσινο, όπως παλιά.
Τι ήταν όμως το μαγικό κουτί;
Ήταν ένα χρωματιστό κουτί που μέσα σε αυτό ο δράκος έγραφε ότι τον θύμωνε.
.............................................................................................................................................................
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ
“Το μικρό χελωνάκι, κάθε φορά που πήγαινε στο σχολείο έμπλεκε σε καβγάδες με τα άλλα μικρά χελωνάκια, που το πείραζαν και το χτυπούσαν. Ο δάσκαλος το τιμωρούσε. Μια μέρα συνάντησε τη μεγάλη χελώνα, η οποία του είπε πως η απάντηση στο πρόβλημά του ήταν το καβούκι του. Το συμβούλευσε να κρύβεται στο καβούκι του κάθε φορά που θύμωνε, μέχρι να αισθανθεί καλύτερα. Το χελωνάκι εφάρμοσε τη συμβουλή της χελώνας, και όλα βελτιώθηκαν: σταμάτησε τους καβγάδες, ο δάσκαλος δεν το μάλωνε πια και άρχισε να του αρέσει το σχολείο”.
ΘΥΜΩΝΩ - ΣΤΑΜΑΤΑΩ -ΜΕΤΡΑΩ Ως ΤΟ 10 - ΒΡΙΣΚΩ ΜΙΑ ΛΥΣΗ
...................................................................................................................................................................
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
“Δύο φίλοι περπατούν στην έρημο.
Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
“Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος με χαστούκισε”.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, χάραξε πάνω σε μια πέτρα: ” Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος μού έσωσε τη ζωή”.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε:
“Όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;”
Ο άλλος φίλος απάντησε:
«Όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο,
όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα,
όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Ας μάθουμε να γράφουμε τα τραύματά μας στην άμμο και να χαράζουμε τις χαρές μας στην πέτρα…
......................................................................................................................................................................................
ΤΟ ΠΙΟ ΔΎΣΚΟΛΟ ΠΆΝΤΑ ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΎΔΙ
Το πραγματικό λουλούδι
Ο Σολομώντας επισκέφθηκε κάποτε την βασίλισσα του Σαβά, η οποία τον
ανταγωνίζονταν σε σοφία. Εκείνη του πρότεινε κάτι σαν αίνιγμα.
Τον οδήγησε σ' ένα δωμάτιο του παλατιού της, όπου επιδέξιοι τεχνίτες είχαν
τοποθετήσει τεχνητά λουλούδια. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για κάποιο
θαυμαστό λιβάδι όπου πολλά μυρωδάτα λουλούδια κινούνταν απαλά κάτω από μια
άγνωστη αύρα.
"Ορίστε το αίνιγμά μου" είπε η βασίλισσα.
"Ένα από αυτά τα λουλούδια, ένα μόνο, είναι αληθινό. Μπορείς να μου το
δείξεις;"
Ο Σολομώντας κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Έκανε έκκληση στο θησαυρό της
ευαισθησίας του, σε όλες τις δυνάμεις αυτοσυγκέντρωσης. Δεν μπορούσε να
διακρίνει το αληθινό λουλούδι. Τότε, καθώς ήταν κάθιδρος, είπε στην
βασίλισσα του Σαβά:
"Εδώ μέσα βασιλεύει μια ασυνήθιστη ζέστη. Μπορείς να ζητήσεις από έναν
υπηρέτη να ανοίξει ένα παράθυρο;"
Η βασίλισσα διέταξε να ανοίξουν ένα παράθυρο.
"Να το αληθινό λουλούδι", είπε ο βασιλιάς μια στιγμή αργότερα.
Δεν γινόταν να κάνει λάθος. Μια μέλισσα που είχε μπει από το παράθυρο πήγε
και κάθισε στο αληθινό λουλούδι.
Είναι δύσκολο να είσαι ο Σολομώντας, λένε οι σχολιαστές αυτής της ιστορίας.
Είναι ακόμα πιο δύσκολο να είσαι η μέλισσα.
Όμως το πιο δύσκολο πάντα είναι να είσαι το λουλούδι.
Ένας αυτοκράτορας, στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι είχε φτάσει η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή ένα από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. «Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας».
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν!
Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. «Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξανάρθετε εδώ μετά από ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ’ αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε, κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!»
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν κι αυτός εκεί εκείνη τη μέρα και, όπως όλοι οι άλλοι, πήρε ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα, κι αυτός φύτεψε το σπόρο του και τον πότισε προσεχτικά. Και κάθε μέρα του άρεσε να τον ποτίζει και να παρακολουθεί αν είχε φυτρώσει.
Ύστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και τα φυτά τους, που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν.
Ο Λίνγκ παρακολουθούσε το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωνε. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε βδομάδες, κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν μ’ ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν είχε φυτρώσει τίποτα στη γλάστρα του. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αλλά αυτός τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
Τελικά ο χρόνος πέρασε και ήρθε η μέρα που όλοι οι νέοι του βασιλείου θα πήγαιναν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση.
Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν ήθελε να πάει με μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Ο Λίνγκ αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, αλλά επειδή ήταν έντιμος, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο κι έφυγε για το παλάτι με την άδεια γλάστρα του. Όταν έφτασε εκεί, έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που είχαν καλλιεργήσει οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα φυτά σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα. Πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν: «Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο».
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας.
«Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε!», είπε ο αυτοκράτορας. «Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί ο επόμενος αυτοκράτορας!»
Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια γλάστρα του, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Αμέσως διέταξε τους φρουρούς να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ κατατρόμαξε. «Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος», σκέφτηκε. «Ίσως με σκοτώσει».
Ήλθε όμως μπροστά στον αυτοκράτορα, κι αυτός τον ρώτησε πώς λέγεται. «Λέγομαι Λίνγκ» απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν.
Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι.
Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανήγγειλε στο πλήθος:«Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ!»
Ο Λίνγκ δεν μπορούσε να το πιστέψει! Δεν είχε καταφέρει ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
Τότε ο αυτοκράτορας είπε: «Πριν από ένα χρόνο, σαν και σήμερα, έδωσα στον καθένα σας από ένα σπόρο. Σας είπα να τον πάρετε, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου φέρατε δέντρα, φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ’ έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι’ αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!
- Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
- Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
- Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
- Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
- Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
- Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
- Αν σπείρεις συγχώρεση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
- Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
- Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
- Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
- Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
- Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
- Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
- Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
- Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
- Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
- Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
- Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
- Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
- Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.
Να είσαι βέβαιος ότι κάποια μέρα θα απολαύσεις τους καρπούς της εντιμότητας και της ακεραιότητάς σου ή θα πληρώσεις για τις εγωιστικές επιλογές που έσπειρες σήμερα.
......................................................................................................................................................
Το κλειδί της ευτυχίας, Χόρχε Μπουκάι
Ο μύθος λέει οτι πριν ακόμα υπάρξει η ανθρωπότητα, μαζεύτηκαν διάφορα τελώνια για να σκαρώσουν μια φάρσα. Λέει ένα από αυτά: «Πολύ σύντομα θα δημιουργηθούν οι άνθρωποι. Δεν είναι δίκαιο να έχουν τόσες αρετές και τόσες δυνατότητες. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τους είναι πιο δύσκολο να πάνε μπροστά. Να τους γεμίσουμε διαστροφές κι ελαττώματα… Αυτό θα τους καταστρέψει».
Το μεγαλύτερο στα χρόνια τελώνιο, λέει:
«Προβλέπεται να έχουν ελαττώματα και διπροσωπία αλλά αυτό θα τους κάνει απλώς πιο ολοκληρωμένους. Νομίζω οτι πρέπει να τους στερήσουμε κάτι που, όπως και να ’ναι θα τους κάνει να ζουν κάθε μέρα κι από μια καινούργια πρόκληση».
«Τι πλάκα θα ’χει!!!» είπαν όλα μαζί.
Αλλά ένα νεαρό και πονηρό τελώνιο, από μια γωνιά, σχολιάζει:
«Πρέπει να τους πάρουμε κάτι σημαντικό… αλλά τί;»
Μετά από πολλή σκέψη, το μεγαλύτερο αναφωνεί:
«Το βρήκα! Θα τους πάρουμε το κλειδί της ευτυχίας».
«Θαυμάσια… φανταστική… καταπληκτική ιδέα!» φωνάζουν τα τελώνια χορεύοντας γύρω από ένα τεράστιο καζάνι.
Το γέρικο στοιχειό συνεχίζει:
«Το πρόβλημα είναι πού να το κρύψουμε για να μη μπορέσουν να το βρουν».
Το πρώτο τελώνιο ξαναπαίρνει το λόγο:
«Να το κρύψουμε στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού του κόσμου».
Αμέσως, όμως, ένα άλλο τελώνιο απαντά:
«Όχι. Μην ξεχνάτε πως θα έχουν δύναμη και θα είναι πεισματάρηδες. Εύκολα, κάποια στιγμή, μπορεί ν’ ανέβει κάποιος και να το βρει, κι άμα το βρει ένας θ’ ακολουθήσουν όλοι, και τότε πάει, τελείωσε η πρόκληση».
Ένα τρίτο τελώνιο προτείνει:
«Να το κρύψουμε στο βυθό της θάλασσας».
Ένα τέταρτο, παίρνει το λόγο και απαντά:
«Όχι. Θυμηθείτε πως είναι περίεργοι. Κάποια στιγμή θα κατασκευάσουν μια συσκευή για να μπορούν να κατεβαίνουν στο βυθό, και τότε θα το βρουν πολύ εύκολα».
Το τρίτο τελώνιο λέει:
«Να το κρύψουμε σε έναν πλανήτη μακριά από τη Γη».
Οι άλλοι όμως απαντούν:
«Όχι. Μη ξεχνάς την ευφυία τους. Μια μέρα, κάποιος θα κατασκευάσει ένα πλοίο με το οποίο θα μπορούν να ταξιδέψουν σε άλλους πλανήτες και θα το ανακαλύψουν».
Ένα γέρικο τελώνιο που είχε μείνει μέχρι τώρα σιωπηλό κι αφουγκραζόταν τις προτάσεις των άλλων, σηκώνεται, πάει στο κέντρο και λέει:
«Νομίζω πως ξέρω που πρέπει να το βάλουμε για να μην μπορέσουν πραγματικά να το βρουν. Πρέπει να το βάλουμε εκεί που δεν θα έψαχναν ποτέ».
Γυρνάνε όλοι έκπληκτοι και ρωτάνε μ’ ένα στόμα:
«Πού;»
Το γέρικο τελώνιο απαντά:
«Θα το κρύψουμε μέσα τους… πολύ κοντά στην καρδιά τους…»
Τα χειροκροτήματα πολλαπλασιάζονται, κι αρχίζουν να γελάνε όλα μαζί:
«Χα.. χα.. χα..! Θα ψάχνουν να το βρουν απ’ έξω, απελπισμένοι, και δεν θα ξέρουν πως το έχουν συνεχώς μαζί τους».
Ο νεαρός σκεπτικιστής σημειώνει:
«Οι άνθρωποι θα έχουν βαθιά επιθυμία να γίνουν ευτυχισμένοι, κι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί ένας αρκετά σοφός ώστε να ανακαλύψει που βρίσκεται το κλειδί. Και τότε, θα το πει σε όλους».
«Μπορεί να γίνει κι έτσι» λέει το πιο ηλικιωμένο τελώνιο, ωστόσο, οι άνθρωποι θα έχουν επίσης μια έμφυτη δυσπιστία για τα πιο απλά πράγματα. Αν ποτέ υπάρξει αυτός ο άνθρωπος και αποκαλύψει πως το μυστικό κρύβεται μέσα στον καθένα… κανένας δεν θα τον πιστέψει».
...................................................................................................................................................
Ο ΔΡΑΚΟΣ
«Κάποτε σε ένα πανέμορφο δάσος ζούσε ένας πράσινος, μεγάλος δράκος.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε έβλεπε τα δέντρα του δάσους, έπαιρνε βαθιές αναπνοές και ένιωθε ευτυχισμένος!
Το δάσος ήταν τόσο όμορφο που γρήγορα απέκτησε τεράστια φήμη, με αποτέλεσμα να έρχονται από παντού ζώα να μείνουν εκεί.
Από τότε ο δράκος έχασε την ησυχία του. Και όχι τίποτα άλλο, άρχιζε να νευριάζει εύκολα και να θυμώνει.
Την πρώτη φορά που θύμωσε ήταν επειδή τα σκιουράκια μάζεψαν βελανίδια και τα αφήσανε παντού στο έδαφος.
Πήγε ο δράκος να κάνει τον περίπατό του, τα πάτησε και άρχισε να χοροπηδά από τον πόνο.
Θύμωσε τόσο πολύ που από το στόμα του βγήκε φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν να καεί το δέντρο δίπλα του, αλλά και η γλώσσα του.
Για μέρες δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να φάει.
Μόλις συνήλθε, συνέβη κάτι άλλο που τον έκανε να θυμώσει.
Ένας λαγός έφαγε καρότα και πέταξε τα κοτσάνια έξω από την σπηλιά του δράκου.
Ξαναθύμωσε ο πράσινος δράκος, έβγαλε φωτιά από το στόμα του, έκαψε δυο δέντρα αυτή την φορά και έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην γλώσσα του.
Όσο για την γλώσσα του, είχε γεμίσει φουσκάλες και τον έκανε να τρώει μόνο γιαούρτι και να μιλάει …πθεβδά!
Μια μέρα ήρθε στο δάσος ένα ξωτικό που μόλις είδε την μεγάλη καταστροφή, έψαξε να βρει τι έφταιγε.
Δεν άργησε να βρει τον δράκο να θυμώνει και να βγάζει φωτιά από το στόμα του, όταν ένας τυφλοπόντικας είχε γεμίσει τον τόπο με τρύπες.
Τότε το ξωτικό πήγε κοντά και του έδωσε το «μαγικό κουτί».
Από εκείνη την ημέρα ο δράκος όχι μόνο δεν θύμωνε, αλλά και σταμάτησε να βγάζει φωτιές και να καίει τα δέντρα.
Σήμερα το δάσος έχει γίνει καταπράσινο, όπως παλιά.
Τι ήταν όμως το μαγικό κουτί;
Ήταν ένα χρωματιστό κουτί που μέσα σε αυτό ο δράκος έγραφε ότι τον θύμωνε.
.............................................................................................................................................................
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ
“Το μικρό χελωνάκι, κάθε φορά που πήγαινε στο σχολείο έμπλεκε σε καβγάδες με τα άλλα μικρά χελωνάκια, που το πείραζαν και το χτυπούσαν. Ο δάσκαλος το τιμωρούσε. Μια μέρα συνάντησε τη μεγάλη χελώνα, η οποία του είπε πως η απάντηση στο πρόβλημά του ήταν το καβούκι του. Το συμβούλευσε να κρύβεται στο καβούκι του κάθε φορά που θύμωνε, μέχρι να αισθανθεί καλύτερα. Το χελωνάκι εφάρμοσε τη συμβουλή της χελώνας, και όλα βελτιώθηκαν: σταμάτησε τους καβγάδες, ο δάσκαλος δεν το μάλωνε πια και άρχισε να του αρέσει το σχολείο”.
ΘΥΜΩΝΩ - ΣΤΑΜΑΤΑΩ -ΜΕΤΡΑΩ Ως ΤΟ 10 - ΒΡΙΣΚΩ ΜΙΑ ΛΥΣΗ
...................................................................................................................................................................
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
“Δύο φίλοι περπατούν στην έρημο.
Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
“Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος με χαστούκισε”.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, χάραξε πάνω σε μια πέτρα: ” Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος μού έσωσε τη ζωή”.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε:
“Όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;”
Ο άλλος φίλος απάντησε:
«Όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο,
όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα,
όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Ας μάθουμε να γράφουμε τα τραύματά μας στην άμμο και να χαράζουμε τις χαρές μας στην πέτρα…
......................................................................................................................................................................................
ΤΟ ΠΙΟ ΔΎΣΚΟΛΟ ΠΆΝΤΑ ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΎΔΙ
Το πραγματικό λουλούδι
Ο Σολομώντας επισκέφθηκε κάποτε την βασίλισσα του Σαβά, η οποία τον
ανταγωνίζονταν σε σοφία. Εκείνη του πρότεινε κάτι σαν αίνιγμα.
Τον οδήγησε σ' ένα δωμάτιο του παλατιού της, όπου επιδέξιοι τεχνίτες είχαν
τοποθετήσει τεχνητά λουλούδια. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για κάποιο
θαυμαστό λιβάδι όπου πολλά μυρωδάτα λουλούδια κινούνταν απαλά κάτω από μια
άγνωστη αύρα.
"Ορίστε το αίνιγμά μου" είπε η βασίλισσα.
"Ένα από αυτά τα λουλούδια, ένα μόνο, είναι αληθινό. Μπορείς να μου το
δείξεις;"
Ο Σολομώντας κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Έκανε έκκληση στο θησαυρό της
ευαισθησίας του, σε όλες τις δυνάμεις αυτοσυγκέντρωσης. Δεν μπορούσε να
διακρίνει το αληθινό λουλούδι. Τότε, καθώς ήταν κάθιδρος, είπε στην
βασίλισσα του Σαβά:
"Εδώ μέσα βασιλεύει μια ασυνήθιστη ζέστη. Μπορείς να ζητήσεις από έναν
υπηρέτη να ανοίξει ένα παράθυρο;"
Η βασίλισσα διέταξε να ανοίξουν ένα παράθυρο.
"Να το αληθινό λουλούδι", είπε ο βασιλιάς μια στιγμή αργότερα.
Δεν γινόταν να κάνει λάθος. Μια μέλισσα που είχε μπει από το παράθυρο πήγε
και κάθισε στο αληθινό λουλούδι.
Είναι δύσκολο να είσαι ο Σολομώντας, λένε οι σχολιαστές αυτής της ιστορίας.
Είναι ακόμα πιο δύσκολο να είσαι η μέλισσα.
Όμως το πιο δύσκολο πάντα είναι να είσαι το λουλούδι.
Ένας Άγιος σε Λάθος Μέρος
«Πως μπορούν κάποιοι να βρίσκουν λύση πολύ εύκολα στα πιο περίπλοκα προβλήματα, ενώ άλλοι πανικοβάλλονται όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μικρό πρόβλημα και πνίγονται σε μία κουταλιά νερό;» ρώτησα.
Ο Ramesh απάντησε με τη διήγηση της ακόλουθης ιστορίας:
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που η ψυχή ήταν γεμάτη καλοσύνη. Όταν πέθανε, όλοι υπέθεσαν ότι θα πήγαινε κατ “ευθείαν στον Παράδεισο, αφού θεώρησαν ότι ήταν η μόνη επιλογή για έναν καλό άνθρωπο σαν κι αυτόν. Και πράγματι εκεί πήγε.
Εκείνο τον καιρό, ο Παράδεισος δεν ήταν καθόλου οργανωμένος και δεν λειτουργούσε στη εντέλεια. Η γραμματεία ήταν ανεπαρκής, και η κοπέλα που τον υποδέχτηκε έριξε μια βιαστική ματιά στην λίστα με τα ονόματα που είχε μπροστά της. Δεν βρήκε το όνομα αυτού του ανθρώπου, οπότε τον έστειλε κατευθείαν στην Κόλαση.
Στην κόλαση κανείς δεν ελέγχει ποιος εισέρχεται. Ο άνδρας εισήλθε και παρέμεινε στην Κόλαση …
Μερικές μέρες αργότερα, ο Εωσφόρος εισέβαλε από τις πύλες του Παραδείσου, για να ζητήσει εξηγήσεις από τον Άγιο Πέτρο.
«Αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο!» είπε.
Ο Άγιος Πέτρος ρώτησε τον Εωσφόρο γιατί ήταν τόσο θυμωμένος, και ο οργισμένος Εωσφόρος του απάντησε:
«Στείλατε αυτόν τον άνθρωπο κάτω στην Κόλαση, και αυτός με υπονομεύει διαρκώς! Από την αρχή που ήρθε, ενδιαφερόταν για τους άλλους ανθρώπους, τους άκουγε και τους μιλούσε με αγάπη. Η κατάσταση άλλαξε στην Κόλαση. Τώρα όλοι μοιράζονται μεταξύ τους τα συναισθήματά τους, αγκαλιάζονται και ενδιαφέρονται για τον άλλον. Όμως στην Κόλαση δεν πρέπει να είναι έτσι ! Πάρτε τον πίσω στον παράδεισο! »
Όταν τελείωσε ο Ramesh την ιστορία, με κοίταξε και μου είπε:
«Ζήσε τη ζωή σου με τόση αγάπη στην καρδιά σου, ώστε ακόμα και αν σε στείλουν κατά λάθος στην κόλαση, ο ίδιος ο διάβολος να σε επιστρέψει στον Παράδεισο».
/www.antikleidi.com
«Πως μπορούν κάποιοι να βρίσκουν λύση πολύ εύκολα στα πιο περίπλοκα προβλήματα, ενώ άλλοι πανικοβάλλονται όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μικρό πρόβλημα και πνίγονται σε μία κουταλιά νερό;» ρώτησα.
Ο Ramesh απάντησε με τη διήγηση της ακόλουθης ιστορίας:
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που η ψυχή ήταν γεμάτη καλοσύνη. Όταν πέθανε, όλοι υπέθεσαν ότι θα πήγαινε κατ “ευθείαν στον Παράδεισο, αφού θεώρησαν ότι ήταν η μόνη επιλογή για έναν καλό άνθρωπο σαν κι αυτόν. Και πράγματι εκεί πήγε.
Εκείνο τον καιρό, ο Παράδεισος δεν ήταν καθόλου οργανωμένος και δεν λειτουργούσε στη εντέλεια. Η γραμματεία ήταν ανεπαρκής, και η κοπέλα που τον υποδέχτηκε έριξε μια βιαστική ματιά στην λίστα με τα ονόματα που είχε μπροστά της. Δεν βρήκε το όνομα αυτού του ανθρώπου, οπότε τον έστειλε κατευθείαν στην Κόλαση.
Στην κόλαση κανείς δεν ελέγχει ποιος εισέρχεται. Ο άνδρας εισήλθε και παρέμεινε στην Κόλαση …
Μερικές μέρες αργότερα, ο Εωσφόρος εισέβαλε από τις πύλες του Παραδείσου, για να ζητήσει εξηγήσεις από τον Άγιο Πέτρο.
«Αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο!» είπε.
Ο Άγιος Πέτρος ρώτησε τον Εωσφόρο γιατί ήταν τόσο θυμωμένος, και ο οργισμένος Εωσφόρος του απάντησε:
«Στείλατε αυτόν τον άνθρωπο κάτω στην Κόλαση, και αυτός με υπονομεύει διαρκώς! Από την αρχή που ήρθε, ενδιαφερόταν για τους άλλους ανθρώπους, τους άκουγε και τους μιλούσε με αγάπη. Η κατάσταση άλλαξε στην Κόλαση. Τώρα όλοι μοιράζονται μεταξύ τους τα συναισθήματά τους, αγκαλιάζονται και ενδιαφέρονται για τον άλλον. Όμως στην Κόλαση δεν πρέπει να είναι έτσι ! Πάρτε τον πίσω στον παράδεισο! »
Όταν τελείωσε ο Ramesh την ιστορία, με κοίταξε και μου είπε:
«Ζήσε τη ζωή σου με τόση αγάπη στην καρδιά σου, ώστε ακόμα και αν σε στείλουν κατά λάθος στην κόλαση, ο ίδιος ο διάβολος να σε επιστρέψει στον Παράδεισο».
/www.antikleidi.com
Η κυρία Τόμπσον
Πριν από πολλά χρόνια σε ένα Δημοτικό σχολείο της Αμερικανικής επαρχίας υπήρχε μια δασκάλα. Το όνομα της ήταν κυρία Τόμπσον.
Την πρώτη μέρα της καινούργιας σχολικής χρονιάς, στάθηκε μπροστά από τα παιδιά της πέμπτης τάξης, τους συστήθηκε και στη συνέχεια τους είπε ένα μεγάλο ψέμα. Όπως και οι περισσότεροι άλλωστε δάσκαλοι, κοίταξε τους μαθητές της και τους είπε ότι τους θα τους αγαπάει και θα τους προσέχει όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, γιατί εκεί στην μπροστινή σειρά, κάθονταν ένα μικρό αγόρι, ο Τέντυ Στάλλαρντ.
Η κυρία Τόμπσον είχε παρατηρήσει τον Τέντυ από την προηγούμενη χρονιά και δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, δεν συμμετείχε στην τάξη, τα ρούχα του ήταν συνέχεια βρώμικα και σίγουρα δεν έκανε όσο συχνά έπρεπε μπάνιο.
Ο Τέντυ ήταν ένα παιδί που την δυσαρεστούσε όποτε τον έβλεπε για αυτό και απολάμβανε τις στιγμές που σχημάτιζε με τον κόκκινο στυλό της τα τεράστια Χ στα τετράδια του, έσβηνε τα λάθη του ή βαθμολογούσε με 6 και με 5 τις εργασίες του.
Στο σχολείο, όπου δίδασκε η κυρία Τόμπσον, ήταν υποχρεωμένη να ελέγχει το παρελθόν όλων των παιδιών που υπήρχαν στη τάξη της. Ακόμη και του μικρού Τέντυ. Έτσι όταν άνοιξε τα αρχεία του, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.
Ο δάσκαλος που είχε τον Τέντυ στην πρώτη τάξη του Δημοτικού έγραφε για αυτόν: «Ο Τέντυ είναι ένα υπέροχο παιδί όλο χαμόγελο. Είναι οργανωτικός, μελετηρός και έχει καλούς τρόπους. Είναι μια έμπνευση για τα παιδιά που βρίσκονται γύρω του.»
Η δασκάλα που είχε τον Τέντυ στη Δευτέρα Δημοτικού έγραφε: «Είναι εξαιρετικός μαθητής, τον συμπαθούν πολύ οι συμμαθητές του αλλά ο ίδιος μοιάζει πολύ προβληματισμένος επειδή η μητέρα του πάσχει από μια ανίατη ασθένεια και η ζωή στο σπίτι του πρέπει να είναι πολύ δύσκολη.»
Η δασκάλα που τον δίδαξε στην Τρίτη Δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του του στοίχισε πολύ. Ο ίδιος προσπαθεί να κάνει ότι καλύτερο μπορεί, αλλά ο πατέρας του δεν του δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον. Η άσχημη κατάσταση στο σπίτι θα τον επηρεάσει πολύ σύντομα, αν δεν αλλάξει γρήγορα κάτι.»
Ο δάσκαλος του Τέντυ στην Τετάρτη Δημοτικού έγραφε: «Ο Τέντυ έχει παραιτηθεί και δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη.»
Η κυρία Τόμπσον συνειδητοποίησε το πρόβλημα και αισθάνθηκε ντροπή για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν όλοι οι μαθητές της, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα τυλιγμένα με αστραφτερά περιτυλίγματα και όμορφες κορδέλες. Όλοι, εκτός από τον Τέντυ. Το δικό του δώρο ήταν αδέξια τυλιγμένο σε ένα βρώμικο, καφέ χαρτί που μάλλον πριν ήταν η σακούλα ενός παντοπωλείου.
Η κυρία Τόμπσον δυσκολεύτηκε να το ανοίξει. Τα περισσότερα παιδιά γέλασαν όταν έβγαλε από μέσα ένα βραχιόλι που είχε φτιάξει ο ίδιος με σπάγκο και πέτρες αλλά και ένα ανοιχτό, μισογεμάτο μπουκάλι με άρωμα. Σηκώθηκε από τη θέση της και σταμάτησε απότομα των γέλιο των παιδιών όταν φώναξε δυνατά πόσο πολύ της άρεσε το δώρο του. Στη συνέχεια φόρεσε το βραχιόλι και έριξε λίγο από το άρωμα στο χέρι της.
Ο Τέντυ έφυγε τελευταίος εκείνη τη μέρα από την τάξη. Βγαίνοντας από τη πόρτα γύρισε προς τη δασκάλα του και της είπε με θλιμμένη φωνή «Σήμερα κυρία μυρίζετε σαν τη μαμά μου!»
Η κυρία Τόμπσον έκλαψε πολύ εκείνη τη μέρα. Από τότε σταμάτησε να μαθαίνει τα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Αντ “αυτού, άρχισε να τα διδάσκει.
Αγαπούσε όλα τα παιδιά αλλά έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον μικρό Τέντυ. Κάθε φορά που τον βοηθούσε στα μαθήματα του, το μυαλό του έμοιαζε να ζωντανεύει. Όσο περισσότερο τον ενθάρρυνε, τόσο πιο γρήγορα απαντούσε στις ερωτήσεις της. Μέχρι το τέλος του έτους, ο Τέντυ είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης και, παρά το ψέμα της ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο, ο Τέντυ ήταν πλέον και επίσημα ο αγαπημένος της.
Την επόμενη χρονιά η κυρία Τόμπσον ανέλαβε πάλι την Πέμπτη Δημοτικού και έβλεπε τον Τέντυ μόνο στα διαλείμματα. Μια μέρα, προς το τέλος του έτους, βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του σπιτιού της. Το σημείωμα είχε την υπογραφή του Τέντυ και έγραφε: «Είσαστε ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ στη ζωή μου».
Έξι χρόνια μετά η κυρία Τόμπσον έλαβε άλλο ένα σημείωμα, αυτή τη φορά με το ταχυδρομείο. Ήταν πάλι ο Τέντυ και της έγραφε ότι είχε τελειώσει τρίτος σε βαθμό το Λύκειο, αλλά εκείνη ήταν ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Τέσσερα χρόνια μετά, πήρε άλλη μια επιστολή από τον Τέντυ. Της έγραφε ότι είναι δύσκολα στο Πανεπιστήμιο αλλά πολύ σύντομα θα έπαιρνε το πτυχίο του και με καλό βαθμό. Τέλειωσε το γράμμα του γράφοντας ότι ακόμη εκείνη είναι η καλύτερη και η πιο αγαπημένη του δασκάλα που είχε ποτέ.
Έπειτα από τέσσερα χρόνια άλλο ένα γράμμα από τον Τέντυ έκανε την εμφάνιση του στο ταχυδρομικό κουτί της κυρία Τόμπσον. Της έγραφε ότι αφού πήρε το πτυχίο του, αποφάσισε να προχωρήσει λίγο ακόμη τις σπουδές του. Τέλειωνε την επιστολή γράφοντας ότι παραμένει η καλύτερη και η αγαπημένη του δασκάλα. Αλλά αυτή τη φορά το όνομα με το οποίο υπέγραφε ήταν διαφορετικό: Δρ. Θίοντορ Φ. Στάλλαρντ
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Η κυρία Τόμπσον πήρε ακόμη ένα γραμμα από τον Τέντυ εκείνη την άνοιξη. Της έγραφε ότι είχε βρει μια κοπέλα και επρόκειτο να την παντρευτεί. Της έλεγε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε εκείνη, να καθίσει στη θέση που κάθεται η μητέρα του γαμπρού. Φυσικά εκείνη το έκανε..
Πήγε στο γάμο φορώντας στο χέρι εκείνο το βραχιόλι από πέτρες που της είχε κάνει δώρο ο Τέντυ και φορώντας το άρωμα που του θύμιζε τη μητέρα του.
Την στιγμή που ο Δρ. Στάλλαρντ την αγκάλιασε της ψιθύρισε στο αυτί: «Σας ευχαριστώ, κυρία Τόμπσον, γιατί πιστέψατε σε μένα. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ γιατί με κάνατε να αισθανθώ σημαντικός και μου δείξατε πως μπορώ να κάνω τη διαφορά».
Η κυρία Τόμπσον με δάκρυα στα μάτια του απάντησε: «Τέντυ, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Εσύ είσαι αυτός που μου έμαθε ότι μπορώ να κάνω τη διαφορά. Δεν ήξερα πώς να διδάξω τους μαθητές μου μέχρι που σε γνώρισα.»
Βοηθήστε να διαδοθεί ένα πολύ όμορφο μήνυμα, κοινοποιώντας το άρθρο στους φίλους σας. .Προσπαθήστε να μην κρίνετε από το περιτύλιγμα και μην υποτιμάτε ποτέ μα ποτέ την δύναμη που έχετε και που μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων γύρω σας.
Πριν από πολλά χρόνια σε ένα Δημοτικό σχολείο της Αμερικανικής επαρχίας υπήρχε μια δασκάλα. Το όνομα της ήταν κυρία Τόμπσον.
Την πρώτη μέρα της καινούργιας σχολικής χρονιάς, στάθηκε μπροστά από τα παιδιά της πέμπτης τάξης, τους συστήθηκε και στη συνέχεια τους είπε ένα μεγάλο ψέμα. Όπως και οι περισσότεροι άλλωστε δάσκαλοι, κοίταξε τους μαθητές της και τους είπε ότι τους θα τους αγαπάει και θα τους προσέχει όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, γιατί εκεί στην μπροστινή σειρά, κάθονταν ένα μικρό αγόρι, ο Τέντυ Στάλλαρντ.
Η κυρία Τόμπσον είχε παρατηρήσει τον Τέντυ από την προηγούμενη χρονιά και δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, δεν συμμετείχε στην τάξη, τα ρούχα του ήταν συνέχεια βρώμικα και σίγουρα δεν έκανε όσο συχνά έπρεπε μπάνιο.
Ο Τέντυ ήταν ένα παιδί που την δυσαρεστούσε όποτε τον έβλεπε για αυτό και απολάμβανε τις στιγμές που σχημάτιζε με τον κόκκινο στυλό της τα τεράστια Χ στα τετράδια του, έσβηνε τα λάθη του ή βαθμολογούσε με 6 και με 5 τις εργασίες του.
Στο σχολείο, όπου δίδασκε η κυρία Τόμπσον, ήταν υποχρεωμένη να ελέγχει το παρελθόν όλων των παιδιών που υπήρχαν στη τάξη της. Ακόμη και του μικρού Τέντυ. Έτσι όταν άνοιξε τα αρχεία του, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.
Ο δάσκαλος που είχε τον Τέντυ στην πρώτη τάξη του Δημοτικού έγραφε για αυτόν: «Ο Τέντυ είναι ένα υπέροχο παιδί όλο χαμόγελο. Είναι οργανωτικός, μελετηρός και έχει καλούς τρόπους. Είναι μια έμπνευση για τα παιδιά που βρίσκονται γύρω του.»
Η δασκάλα που είχε τον Τέντυ στη Δευτέρα Δημοτικού έγραφε: «Είναι εξαιρετικός μαθητής, τον συμπαθούν πολύ οι συμμαθητές του αλλά ο ίδιος μοιάζει πολύ προβληματισμένος επειδή η μητέρα του πάσχει από μια ανίατη ασθένεια και η ζωή στο σπίτι του πρέπει να είναι πολύ δύσκολη.»
Η δασκάλα που τον δίδαξε στην Τρίτη Δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του του στοίχισε πολύ. Ο ίδιος προσπαθεί να κάνει ότι καλύτερο μπορεί, αλλά ο πατέρας του δεν του δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον. Η άσχημη κατάσταση στο σπίτι θα τον επηρεάσει πολύ σύντομα, αν δεν αλλάξει γρήγορα κάτι.»
Ο δάσκαλος του Τέντυ στην Τετάρτη Δημοτικού έγραφε: «Ο Τέντυ έχει παραιτηθεί και δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη.»
Η κυρία Τόμπσον συνειδητοποίησε το πρόβλημα και αισθάνθηκε ντροπή για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν όλοι οι μαθητές της, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα τυλιγμένα με αστραφτερά περιτυλίγματα και όμορφες κορδέλες. Όλοι, εκτός από τον Τέντυ. Το δικό του δώρο ήταν αδέξια τυλιγμένο σε ένα βρώμικο, καφέ χαρτί που μάλλον πριν ήταν η σακούλα ενός παντοπωλείου.
Η κυρία Τόμπσον δυσκολεύτηκε να το ανοίξει. Τα περισσότερα παιδιά γέλασαν όταν έβγαλε από μέσα ένα βραχιόλι που είχε φτιάξει ο ίδιος με σπάγκο και πέτρες αλλά και ένα ανοιχτό, μισογεμάτο μπουκάλι με άρωμα. Σηκώθηκε από τη θέση της και σταμάτησε απότομα των γέλιο των παιδιών όταν φώναξε δυνατά πόσο πολύ της άρεσε το δώρο του. Στη συνέχεια φόρεσε το βραχιόλι και έριξε λίγο από το άρωμα στο χέρι της.
Ο Τέντυ έφυγε τελευταίος εκείνη τη μέρα από την τάξη. Βγαίνοντας από τη πόρτα γύρισε προς τη δασκάλα του και της είπε με θλιμμένη φωνή «Σήμερα κυρία μυρίζετε σαν τη μαμά μου!»
Η κυρία Τόμπσον έκλαψε πολύ εκείνη τη μέρα. Από τότε σταμάτησε να μαθαίνει τα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Αντ “αυτού, άρχισε να τα διδάσκει.
Αγαπούσε όλα τα παιδιά αλλά έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον μικρό Τέντυ. Κάθε φορά που τον βοηθούσε στα μαθήματα του, το μυαλό του έμοιαζε να ζωντανεύει. Όσο περισσότερο τον ενθάρρυνε, τόσο πιο γρήγορα απαντούσε στις ερωτήσεις της. Μέχρι το τέλος του έτους, ο Τέντυ είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης και, παρά το ψέμα της ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο, ο Τέντυ ήταν πλέον και επίσημα ο αγαπημένος της.
Την επόμενη χρονιά η κυρία Τόμπσον ανέλαβε πάλι την Πέμπτη Δημοτικού και έβλεπε τον Τέντυ μόνο στα διαλείμματα. Μια μέρα, προς το τέλος του έτους, βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του σπιτιού της. Το σημείωμα είχε την υπογραφή του Τέντυ και έγραφε: «Είσαστε ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ στη ζωή μου».
Έξι χρόνια μετά η κυρία Τόμπσον έλαβε άλλο ένα σημείωμα, αυτή τη φορά με το ταχυδρομείο. Ήταν πάλι ο Τέντυ και της έγραφε ότι είχε τελειώσει τρίτος σε βαθμό το Λύκειο, αλλά εκείνη ήταν ακόμη η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Τέσσερα χρόνια μετά, πήρε άλλη μια επιστολή από τον Τέντυ. Της έγραφε ότι είναι δύσκολα στο Πανεπιστήμιο αλλά πολύ σύντομα θα έπαιρνε το πτυχίο του και με καλό βαθμό. Τέλειωσε το γράμμα του γράφοντας ότι ακόμη εκείνη είναι η καλύτερη και η πιο αγαπημένη του δασκάλα που είχε ποτέ.
Έπειτα από τέσσερα χρόνια άλλο ένα γράμμα από τον Τέντυ έκανε την εμφάνιση του στο ταχυδρομικό κουτί της κυρία Τόμπσον. Της έγραφε ότι αφού πήρε το πτυχίο του, αποφάσισε να προχωρήσει λίγο ακόμη τις σπουδές του. Τέλειωνε την επιστολή γράφοντας ότι παραμένει η καλύτερη και η αγαπημένη του δασκάλα. Αλλά αυτή τη φορά το όνομα με το οποίο υπέγραφε ήταν διαφορετικό: Δρ. Θίοντορ Φ. Στάλλαρντ
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Η κυρία Τόμπσον πήρε ακόμη ένα γραμμα από τον Τέντυ εκείνη την άνοιξη. Της έγραφε ότι είχε βρει μια κοπέλα και επρόκειτο να την παντρευτεί. Της έλεγε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε εκείνη, να καθίσει στη θέση που κάθεται η μητέρα του γαμπρού. Φυσικά εκείνη το έκανε..
Πήγε στο γάμο φορώντας στο χέρι εκείνο το βραχιόλι από πέτρες που της είχε κάνει δώρο ο Τέντυ και φορώντας το άρωμα που του θύμιζε τη μητέρα του.
Την στιγμή που ο Δρ. Στάλλαρντ την αγκάλιασε της ψιθύρισε στο αυτί: «Σας ευχαριστώ, κυρία Τόμπσον, γιατί πιστέψατε σε μένα. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ γιατί με κάνατε να αισθανθώ σημαντικός και μου δείξατε πως μπορώ να κάνω τη διαφορά».
Η κυρία Τόμπσον με δάκρυα στα μάτια του απάντησε: «Τέντυ, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Εσύ είσαι αυτός που μου έμαθε ότι μπορώ να κάνω τη διαφορά. Δεν ήξερα πώς να διδάξω τους μαθητές μου μέχρι που σε γνώρισα.»
Βοηθήστε να διαδοθεί ένα πολύ όμορφο μήνυμα, κοινοποιώντας το άρθρο στους φίλους σας. .Προσπαθήστε να μην κρίνετε από το περιτύλιγμα και μην υποτιμάτε ποτέ μα ποτέ την δύναμη που έχετε και που μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων γύρω σας.
Το νησί των συναισθημάτων ~ Χόρχε Μπουκάι: “Ο Δρόμος των Δακρύων”
Ήταν μια φορά ένα νησί όπου κατοικούσαν όλα τα συναισθήματα και όλες οι ανθρώπινες ιδιότητες που υπάρχουν. Εκεί ζούσαν μαζί ο Φόβος, το Μίσος, η Σοφία, η Αγάπη και η Αγωνία. Όλοι ήταν εκεί.
Μια μέρα, καλεί η Γνώση τους κατοίκους του νησιού και τους λέει:
“Έχω να σας ανακοινώσω μια άσχημη είδηση, το νησί βυθίζεται”.
Τα συναισθήματα που κατοικούν στο νησί δεν μπορούν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους:
“Όχι, δεν γίνεται! Εμείς εδώ ζούμε όλη μας τη ζωή!”
Η Γνώση επαναλαμβάνει:
“Το νησί βυθίζεται”.
“Μα δεν είναι δυνατόν! Μπορεί να κάνεις λάθος!”.
“Εγώ δεν κάνω ποτέ λάθος” τους ξεκαθαρίζει η Γνώση.
“Αν σας λέω ότι βυθίζεται, είναι γιατί πράγματι βυθίζεται”.
“Και τώρα, τι θα κάνουμε;” ρωτούν τα συναισθήματα.
Οπότε, απαντάει η Γνώση.
“Λοιπόν, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ πάντως σας προτείνω να βρείτε έναν τρόπο να φύγετε από το νησί… Φτιάξτε ένα καράβι, μια βάρκα, μια σχεδία, ή ό,τι άλλο μπορείτε και φύγετε, γιατί αυτός που θα μείνει στον νησί, θα χαθεί μαζί του”.
“Δεν μπορείς να μας βοηθήσεις;” ρωτούν όλοι μαζί, γιατί έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά της.
“Όχι” λέει η Γνώση. “Η Πρόνοια κι εγώ φτιάξαμε ένα αεροπλάνο, και μόλις τελειώσω αυτά που έχω να σας πω, θα πετάξουμε στο πιο κοντινό νησί”.
Τα συναισθήματα, αναστατωμένα, της λένε:
“Ε, όχι! Όχι! Κι εμείς τι θα γίνουμε;”
Μόλις τελειώνει η Γνώση, ανεβαίνει στο αεροπλάνο με τη φίλη της, κι έχοντας λαθρεπιβάτη το Φόβο – που δεν ήταν χαζός και κρύφτηκε στο αεροπλάνο -, φεύγουν από το νησί.
Τα συναισθήματα αρχίζουν να κατασκευάζουν άλλο βάρκα, άλλο καράβι, άλλο καΐκι… όλα… εκτός από την Αγάπη.
Γιατί η Αγάπη είναι τόσο συνδεδεμένη με κάθε πράγμα που βρίσκεται πάνω στο νησί, που λέει:
“Μα πως ν’ αφήσω το νησί… μετά από όσα έζησα εδώ… Πως ν’ αφήσω, ας πούμε, αυτό το δεντράκι; Αααχ… μας ενώνουν τόσα πράγματα…”.
Κι ενώ ο καθένας κοιτάζει να βρει έναν τρόπο για να φύγει, η Αγάπη ανεβαίνει σε κάθε δέντρο, μυρίζει κάθε τριαντάφυλλο, πάει μέχρι την παραλία και ξαπλώνει στην αμμουδιά όπως έκανε παλιά, χαϊδεύει κάθε πετραδάκι… προτιμά να σκέφτεται με την αφέλεια που διακρίνει την Αγάπη:
“Μπορεί να βυθιστεί λιγάκι και μετά…”
Το νησί όμως …το νησί βυθίζεται όλο και περισσότερο.
Η Αγάπη, βέβαια, δεν μπορεί να σκεφτεί την κατασκευή μέσου διαφυγής, γιατί είναι τόσο στενοχωρημένη που άλλο δεν κάνει από το να κλαίει και να θρηνεί γι’ αυτά που θα χάσει.
Και ξαναχαϊδεύει τα βοτσαλάκια, ξανακυλιέται στην άμμο και βρέχει στο νερό τα ποδαράκια της.
“Μετά από τόσα που περάσαμε μαζί…” λέει στο νησί με παράπονο.
Μα το νησί βυθίζεται ακόμα πιο πολύ…
Μέχρι που, στο τέλος, δε μένει από το νησί παρά ένα τόσο δα βραχάκι. Το υπόλοιπο, το έχει καλύψει το νερό.
Την τελευταία στιγμή, η Αγάπη συνειδητοποιεί ότι το νησί βυθίζεται στ’ αλήθεια, και αντιλαμβάνεται πως αν δεν τα καταφέρει να φύγει, η αγάπη θα εξαφανιστεί για πάντα από προσώπου Γης. Έτσι, τσαλαβουτάει στα νερά και κατευθύνεται προς τον όρμο, που είναι το ψηλότερο σημείο στο νησί. Πάει με την ελπίδα να δει από εκεί κάποιον από τους συντρόφους της και να τον παρακαλέσει να την πάρει μαζί του.
Κοιτάζει στη θάλασσα και βλέπει να έρχεται το σκάφος του Πλούτου. Του κάνει σινιάλο, και ο Πλούτος πλησιάζει λίγο στον όρμο.
“Πλούτε, εσύ έχεις τόσο μεγάλο σκάφος, θα με πας ως το γειτονικό νησί;”
Ο Πλούτος, όμως, της απαντάει:
“Είμαι τόσο φορτωμένος με λεφτά, κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες, που δεν έχω χώρο για σένα. Λυπάμαι…” και συνεχίζει το δρόμο του χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Μένει η Αγάπη να ψάχνει, και βλέπει να έρχεται η Ματαιοδοξία σ’ ένα πολύ φανταχτερό σκάφος, γεμάτο στολίδια, περούκες, μάρμαρα και λουλούδια όλων των χρωμάτων. Η Αγάπη τεντώνεται λιγάκι και φωνάζει:
“Ματαιοδοξία… Ματαιοδοξία… Πάρε με μαζί σου”.
Η Ματαιοδοξία κοιτάζει την Αγάπη και της λέει:
“Ευχαρίστως θα σε έπαιρνα αλλά… έχεις μια όψη… Είσαι τόσο άχαρη, βρώμικη κι ατημέλητη… Με συγχωρείς, δεν γίνεται… Θα μου ασχήμαινες το σκάφος!” και φεύγει.
Κι ενώ σκέφτεται πως δεν πρόκεται να περάσει κανένας άλλος πια, βλέπει να πλησιάζει ένα σκάφος πολύ μικρό, το τελευταίο, το σκάφος της Θλίψης.
“Θλίψη, αδελφή μου” της λέει, “εσύ που με ξέρεις τόσο καλά, εσύ θα με πάρεις σίγουρα μαζί σου, έτσι δεν είναι;”
Και η Θλίψη της απαντάει:
“Θα σε έπαιρνα, αλλά είμαι τόσο λυπημένη, που προτιμώ να συνεχίσω μόνη μου” και χωρίς δεύτερη κουβέντα, απομακρύνεται.
Η Αγάπη κάθετα στο τελευταίο βραχάκι, που είναι ό,τι απόμεινε από το νησί, και περιμένει το τέλος… Όταν ξαφνικά, ακούει κάποιον να την καλεί από πολύ κοντά:
“Ψιτ-ψιτ…”
Είναι ένας γεροντάκος που της κάνει σινιάλο από μια βάρκα με κουπιά.
Ή Αγάπη του λέει:
“Εμένα;”
“Ναι, ναι” λέει ο γεροντάκος, “εσένα. Έλα μαζί μου, εγώ θα σε σώσω”.
Η Αγάπη τον κοιτάζει και του λέει:
“Ξέρεις τι έγινε, εγώ έμεινα…”
“Ξέρω, ξέρω…” της λέει ο γεράκος και δεν την αφήνει να τελειώσει τη φράση της. “Ανέβα, εγώ θα σε σώσω”.
Ανεβαίνει η Αγάπη στη βάρκα κι αρχίζουν να κωπηλατούν μαζί για να απομακρυνθούν από το νησί, που πραγματικά, λίγα μόλις λεπτά μετά, εξαφανίζεται για πάντα.
Μόλις φθάνουν στο διπλανό νησί, καταλαβαίνει η Αγάπη πως αν είναι ακόμα ζωντανή, αν συνεχίζει να υπάρχει, το οφείλει σ’ αυτόν τον γεράκο, που χωρίς να πει λέξη, έφυγε το ίδιο παράξενα όσο είχε εμφανιστεί.
Εκείνη τη στιγμή, η Αγάπη συναντάει τη Σοφία και της λέει:
“Δεν γνωριζόμαστε μ’ αυτόν τον γεράκο, κι όμως με έσωσε. Πως είναι δυνατόν; Οι άλλοι, όλοι, δεν κατάλαβαν πως θα έμενα πίσω τελικά… Εκείνος με βοήθησε, κι εγώ ούτε καν ξέρω ποιός είναι…”
Η Σοφία την κοιτάζει στα μάτια και της λέει:
“Aυτός είναι ο Χρόνος. Και ο Χρόνος, Αγάπη, είναι ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει όταν ο πόνος της απώλειας σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις”.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι: “Ο Δρόμος των Δακρύων”,
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το παιδί και τα καρφιά – Μια ιστορία για το θυμό…
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που θύµωνε µε το παραµικρό και είχε πολύ κακούς τρόπους. Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακούλι µε καρφιά και του είπε ότι κάθε φορά που θα φέρεται άσχηµα θα πρέπει να καρφώνει ένα καρφί στο φράχτη.
Την πρώτη µέρα το παιδί κάρφωσε δεκαέξι καρφιά. Όµως, καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες, όλο και κατάφερνε να χαλιναγωγεί τη συµπεριφορά του και τα καρφιά ολοένα λιγόστευαν. Είχε καταλάβει ότι του ήταν προτιµότερο να ελέγχει τις τάσεις του παρά να τρέχει να καρφώνει καρφιά στο φράχτη. Και τελικά έφτασε η µέρα που το παιδί δεν έχασε καθόλου την ψυχραιµία του. Το είπε λοιπόν στον πατέρα του και τότε εκείνος του είπε ότι τώρα θα έπρεπε να ξεκαρφώνει ένα καρφί για κάθε µέρα που δεν θα ξεσπούσε σε οργή.
Οι µέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά είπε στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλες τις πρόκες. Τότε ο πατέρας πήρε το γιο του απ’ το χέρι και τον πήγε κοντά στο φράχτη, κι εκεί του είπε: «Πολύ καλά τα κατάφερες γιε µου, για δες όµως τις τρύπες στο φράχτη. Ποτέ πια ο φράχτης µας δεν θα είναι όπως πριν.Όταν είσαι θυµωµένος και λες άσχημα λόγια, αυτά αφήνουν πληγές. Μπορείς να µαχαιρώσεις κάποιον, και µετά να τραβήξεις το µαχαίρι, αλλά, όσες φορές κι αν θα ζητήσεις συγγνώµη, η πληγή θα µείνει εκεί.Κι ένα τραύµα µε λόγια είναι τόσο κακό όσο κι ένα τραύµα στο σώµα».
Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μπορείς να μαντέψεις το μέγεθος ενός ανθρώπου από το μέγεθος των πραγμάτων που τον κάνουν να θυμώνει.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που θύµωνε µε το παραµικρό και είχε πολύ κακούς τρόπους. Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακούλι µε καρφιά και του είπε ότι κάθε φορά που θα φέρεται άσχηµα θα πρέπει να καρφώνει ένα καρφί στο φράχτη.
Την πρώτη µέρα το παιδί κάρφωσε δεκαέξι καρφιά. Όµως, καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες, όλο και κατάφερνε να χαλιναγωγεί τη συµπεριφορά του και τα καρφιά ολοένα λιγόστευαν. Είχε καταλάβει ότι του ήταν προτιµότερο να ελέγχει τις τάσεις του παρά να τρέχει να καρφώνει καρφιά στο φράχτη. Και τελικά έφτασε η µέρα που το παιδί δεν έχασε καθόλου την ψυχραιµία του. Το είπε λοιπόν στον πατέρα του και τότε εκείνος του είπε ότι τώρα θα έπρεπε να ξεκαρφώνει ένα καρφί για κάθε µέρα που δεν θα ξεσπούσε σε οργή.
Οι µέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά είπε στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλες τις πρόκες. Τότε ο πατέρας πήρε το γιο του απ’ το χέρι και τον πήγε κοντά στο φράχτη, κι εκεί του είπε: «Πολύ καλά τα κατάφερες γιε µου, για δες όµως τις τρύπες στο φράχτη. Ποτέ πια ο φράχτης µας δεν θα είναι όπως πριν.Όταν είσαι θυµωµένος και λες άσχημα λόγια, αυτά αφήνουν πληγές. Μπορείς να µαχαιρώσεις κάποιον, και µετά να τραβήξεις το µαχαίρι, αλλά, όσες φορές κι αν θα ζητήσεις συγγνώµη, η πληγή θα µείνει εκεί.Κι ένα τραύµα µε λόγια είναι τόσο κακό όσο κι ένα τραύµα στο σώµα».
Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μπορείς να μαντέψεις το μέγεθος ενός ανθρώπου από το μέγεθος των πραγμάτων που τον κάνουν να θυμώνει.
Κάθε εμπόδιο στη ζωή είναι και μια ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι.
Τον παλιό καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε να κάνει το εξής: άφησε έναν τεράστιο βράχο στη μέση του δρόμου και στη συνέχεια κρύφτηκε παρακολουθώντας αν κάποιος θα τον μετακινούσε.
Από το σημείο εκείνο πέρασαν ορισμένοι από τους πλουσιότερους εμπόρους και τους αυλικούς του, αλλά όλοι απλά περπατούσαν γύρω από τον βράχο. Πολλοί μάλιστα κατηγορούσαν τον βασιλιά που δεν φρόντιζε να κρατά τον δρόμο καθαρό, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα για να βγάλει τον βράχο από τη μέση.
Κάποια στιγμή, πέρασε από εκεί ένας χωρικός που κουβαλούσε ένα φορτίο με λαχανικά. Πλησίασε τον βράχο, άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να τον μετακινήσει στην άκρη του δρόμου.
Μετά από πολύ κόπο, τελικά τα κατάφερε. Αφού πήρε ξανά το φορτίο, πρόσεξε ότι στο σημείο που ήταν πριν ο βράχος υπήρχε ένα πορτοφόλι. Το πορτοφόλι περιείχε πολλά χρυσά νομίσματα και ένα σημείωμα από τον βασιλιά που έγραφε ότι το χρυσάφι ανήκει σε εκείνον που θα μετακινούσε τον βράχο από τον δρόμο.
Ο χωρικός έμαθε κάτι που πολλοί από εμάς δεν καταλαβαίνουμε: κάθε εμπόδιο που παρουσιάζεται στη ζωή μας αποτελεί μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι.
enallaktikidrasi.com
Τον παλιό καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε να κάνει το εξής: άφησε έναν τεράστιο βράχο στη μέση του δρόμου και στη συνέχεια κρύφτηκε παρακολουθώντας αν κάποιος θα τον μετακινούσε.
Από το σημείο εκείνο πέρασαν ορισμένοι από τους πλουσιότερους εμπόρους και τους αυλικούς του, αλλά όλοι απλά περπατούσαν γύρω από τον βράχο. Πολλοί μάλιστα κατηγορούσαν τον βασιλιά που δεν φρόντιζε να κρατά τον δρόμο καθαρό, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα για να βγάλει τον βράχο από τη μέση.
Κάποια στιγμή, πέρασε από εκεί ένας χωρικός που κουβαλούσε ένα φορτίο με λαχανικά. Πλησίασε τον βράχο, άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να τον μετακινήσει στην άκρη του δρόμου.
Μετά από πολύ κόπο, τελικά τα κατάφερε. Αφού πήρε ξανά το φορτίο, πρόσεξε ότι στο σημείο που ήταν πριν ο βράχος υπήρχε ένα πορτοφόλι. Το πορτοφόλι περιείχε πολλά χρυσά νομίσματα και ένα σημείωμα από τον βασιλιά που έγραφε ότι το χρυσάφι ανήκει σε εκείνον που θα μετακινούσε τον βράχο από τον δρόμο.
Ο χωρικός έμαθε κάτι που πολλοί από εμάς δεν καταλαβαίνουμε: κάθε εμπόδιο που παρουσιάζεται στη ζωή μας αποτελεί μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι.
enallaktikidrasi.com
όρχε Μπουκάϊ – πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας
Για να μάθω να εκτιμώ τον εαυτό μου δε φτάνει μόνο να αισθανθώ πως κάποιος τρίτος με εκτιμά. Πρέπει, επιπλέον, αυτός ο τρίτος να αισθάνεται ότι αξίζει ο ίδιος, και να τον θεωρώ κι εγώ αξιόλογο. Τι να την κάνω την εκτίμηση κάποιου που δεν αξίζει ή δεν αισθάνεται ο ίδιος πως αξίζει;
Όποτε μιλάω γι’ αυτό το θέμα, μου έρχεται στο μυαλό μια ιστορία που αποφεύγω συνήθως να τη λέω δημοσίως γιατί το περιεχόμενό της είναι πολύ σκληρό. Σήμερα όμως που συζητάμε την ξαναθυμήθηκα κι αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σου, γιατί συμβολίζει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αν δεν πληρώσει κάποιος ένα πολύ ακριβό τίμημα, αλλά και γιατί δείχνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας.»
Πάει καιρός που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Τη στιγμή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ’ αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του… τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, και το χειρότερο είναι ότι, την εποχή που μιλάμε, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει.
Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει. Άρα, βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα.
Η ουσία της ιστορίας αρχίζει όταν τα παιδιά μαζεύονται για να συζητήσουν ποιο θα είναι το μέλλον του πατέρα τους. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει.
Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ’ αυτήν την κατάσταση. Σκέφτονται, επίσης, ότι κανένας τους δεν μπορεί ν’ αντέξει αυτήν την καθυστέρηση. Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν’ αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους. Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα…
Τους θλίβει αυτή η προοπτική, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για το μέλλον και τη ζωή τους. Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας.
Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:
«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»
«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.
Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:
«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»
Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ’ αυτό που του λένε τα παιδιά του.
Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.
Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:
«Εδώ είναι.»
«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.
«Εδώ είναι» λέει ξανά.
Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα… Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;
«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος…» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.
Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:
«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»
Κι ο γέρος τους απαντά:
«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».
«Τρέχουν τα μάτια μου… Πολύ σκληρό. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν τη διηγείσαι δημοσίως αυτήν την ιστορία.»
«Καλώς ή κακώς, αυτήν την επίδραση έχει η διαπαιδαγώγηση: αποκτούμε την τάση να συμπεριφερόμαστε στους γονείς μας όπως εκείνοι μας έμαθαν με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δικούς τους γονείς, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα παιδιά μας θα κάνουν σ’ εμάς τα ίδια που είδαν να κάνουμε κι εμείς στους γονείς μας.
«Μεταδίδοντας στα παιδιά μας τη συναισθηματική ικανότητα της αγάπης, της φροντίδας και της στήριξης των δικών μας γονιών, τους έχουμε διδάξει αυτήν την ίδια ικανότητα· τους την έχουμε μάθει. Ωστόσο, αν πηγαίνω σπίτι και λέω: “Πότε θα ’ρθει η ώρα να πεθάνει ο γέρος μου”, κάποια μέρα θα περάσει κι απ’ το μυαλό του δικού μου γιου η ιδέα να μ’ εγκαταλείψει στο δάσος. Κι αυτό επαναλαμβάνεται με κάθε μήνυμα που στέλνουμε. Αν ζω λέγοντας μέσα μου πως δουλεύω σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει, πως η ζωή είναι απαίσια, πως δεν αξίζω τίποτα, πως έχω βαρεθεί να είμαι όπως είμαι… αν ζω χωρίς αυτοσεβασμό και ντρέπομαι για τα λίγα που έχω πετύχει, εγκλωβισμένος στη ζωή που κάνω με χαμηλή αυτοεκτίμηση… πώς θα καταφέρω ο γιος μου (που είναι ο γιος κάποιου που δεν αξίζει) να νιώθει πως αξίζει; Μόνο αυτός που αισθάνεται πως αξίζει, μπορεί να δώσει στους απογόνους του να καταλάβουν τι σημαίνει να νιώθεις πως αξίζεις.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει αν πρέπει ν’ αναζητήσω την εκτίμηση έξωθεν, στην περίπτωση που δεν είχα την τύχη να γεννηθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου ο πατέρας και η μητέρα μου ένιωθαν να αξίζουν, εξυψώνοντάς με κι εμένα. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να βρω ανθρώπους ικανούς να δίνουν και να παίρνουν αγάπη, ανθρώπους που είναι περήφανοι γι’ αυτό που είναι κι έχουν το θάρρος να πρωταγωνιστήσουν στη ζωή τους.
Από το βιβλίο του Jorge Bucay «Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωϊσμό»
Για να μάθω να εκτιμώ τον εαυτό μου δε φτάνει μόνο να αισθανθώ πως κάποιος τρίτος με εκτιμά. Πρέπει, επιπλέον, αυτός ο τρίτος να αισθάνεται ότι αξίζει ο ίδιος, και να τον θεωρώ κι εγώ αξιόλογο. Τι να την κάνω την εκτίμηση κάποιου που δεν αξίζει ή δεν αισθάνεται ο ίδιος πως αξίζει;
Όποτε μιλάω γι’ αυτό το θέμα, μου έρχεται στο μυαλό μια ιστορία που αποφεύγω συνήθως να τη λέω δημοσίως γιατί το περιεχόμενό της είναι πολύ σκληρό. Σήμερα όμως που συζητάμε την ξαναθυμήθηκα κι αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σου, γιατί συμβολίζει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αν δεν πληρώσει κάποιος ένα πολύ ακριβό τίμημα, αλλά και γιατί δείχνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας.»
Πάει καιρός που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Τη στιγμή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ’ αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του… τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, και το χειρότερο είναι ότι, την εποχή που μιλάμε, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει.
Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει. Άρα, βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα.
Η ουσία της ιστορίας αρχίζει όταν τα παιδιά μαζεύονται για να συζητήσουν ποιο θα είναι το μέλλον του πατέρα τους. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει.
Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ’ αυτήν την κατάσταση. Σκέφτονται, επίσης, ότι κανένας τους δεν μπορεί ν’ αντέξει αυτήν την καθυστέρηση. Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν’ αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους. Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα…
Τους θλίβει αυτή η προοπτική, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για το μέλλον και τη ζωή τους. Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας.
Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:
«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»
«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.
Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:
«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»
Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ’ αυτό που του λένε τα παιδιά του.
Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.
Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:
«Εδώ είναι.»
«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.
«Εδώ είναι» λέει ξανά.
Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα… Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;
«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος…» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.
Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:
«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»
Κι ο γέρος τους απαντά:
«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».
«Τρέχουν τα μάτια μου… Πολύ σκληρό. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν τη διηγείσαι δημοσίως αυτήν την ιστορία.»
«Καλώς ή κακώς, αυτήν την επίδραση έχει η διαπαιδαγώγηση: αποκτούμε την τάση να συμπεριφερόμαστε στους γονείς μας όπως εκείνοι μας έμαθαν με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δικούς τους γονείς, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα παιδιά μας θα κάνουν σ’ εμάς τα ίδια που είδαν να κάνουμε κι εμείς στους γονείς μας.
«Μεταδίδοντας στα παιδιά μας τη συναισθηματική ικανότητα της αγάπης, της φροντίδας και της στήριξης των δικών μας γονιών, τους έχουμε διδάξει αυτήν την ίδια ικανότητα· τους την έχουμε μάθει. Ωστόσο, αν πηγαίνω σπίτι και λέω: “Πότε θα ’ρθει η ώρα να πεθάνει ο γέρος μου”, κάποια μέρα θα περάσει κι απ’ το μυαλό του δικού μου γιου η ιδέα να μ’ εγκαταλείψει στο δάσος. Κι αυτό επαναλαμβάνεται με κάθε μήνυμα που στέλνουμε. Αν ζω λέγοντας μέσα μου πως δουλεύω σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει, πως η ζωή είναι απαίσια, πως δεν αξίζω τίποτα, πως έχω βαρεθεί να είμαι όπως είμαι… αν ζω χωρίς αυτοσεβασμό και ντρέπομαι για τα λίγα που έχω πετύχει, εγκλωβισμένος στη ζωή που κάνω με χαμηλή αυτοεκτίμηση… πώς θα καταφέρω ο γιος μου (που είναι ο γιος κάποιου που δεν αξίζει) να νιώθει πως αξίζει; Μόνο αυτός που αισθάνεται πως αξίζει, μπορεί να δώσει στους απογόνους του να καταλάβουν τι σημαίνει να νιώθεις πως αξίζεις.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει αν πρέπει ν’ αναζητήσω την εκτίμηση έξωθεν, στην περίπτωση που δεν είχα την τύχη να γεννηθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου ο πατέρας και η μητέρα μου ένιωθαν να αξίζουν, εξυψώνοντάς με κι εμένα. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να βρω ανθρώπους ικανούς να δίνουν και να παίρνουν αγάπη, ανθρώπους που είναι περήφανοι γι’ αυτό που είναι κι έχουν το θάρρος να πρωταγωνιστήσουν στη ζωή τους.
Από το βιβλίο του Jorge Bucay «Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωϊσμό»
Οι τρεις κανόνες της ζωής (Διδακτική ιστορία)Κάποτε ένας κυνηγός κατάφερε να πιάσει ένα πουλί πολύ έξυπνο. Τόσο έξυπνο που μπορούσε να μιλά 70 διαφορετικές γλώσσες. Έτσι είπε το πουλί στον άνθρωπο: «Άσε με ελεύθερο κι εγώ θα σου διδάξω τρεις κανόνες της ζωής που θα σου φανούν πολύ χρήσιμοι».
«Πες μου τους κανόνες και θα σ’ αφήσω ελεύθερο», απάντησε ο θηρευτής.
«Πρώτα θα μου υποσχεθείς» ανταπάντησε το έξυπνο πουλί «ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου και όντως θα μ’ ελευθερώσεις».
Κι όταν ο άντρας ορκίστηκε να τηρήσει την υπόσχεσή του, το πουλί είπε: «Ο πρώτος κανόνας είναι ποτέ μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν. Ο δεύτερος κανόνας είναι ποτέ μην πιστέψεις κάτι που καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο ή απίθανο να συμβεί. Ο τρίτος κανόνας είναι ποτέ μην προσπαθήσεις να πιάσεις κάτι από τη φύση του άπιαστο».
Έχοντας μιλήσει, το πουλί ζήτησε από το θηρευτή να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, αφήνοντάς το ελεύθερο κι έτσι ο άντρας με τη σειρά του άνοιξε τα χέρια του και το άφησε να πετάξει μακρυά.
Το πουλί προσγειώθηκε στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου και λάλησε κοροϊδευτικά στον άνθρωπο που στεκόταν από κάτω: «Ανόητε, μου επέτρεψες να πετάξω μακρυά, δίχως να γνωρίζεις ότι κρύβω ένα πολύτιμο μαργαριτάρι στο σώμα μου, την πηγή της ίδιας της σοφίας μου».
Μόλις ο θηρευτής άκουσε τα λόγια του πουλιού, μετάνιωσε πικρά που το είχε αφήσει να πετάξει και προχώρησε βιαστικά προς το δέντρο, προσπάθησε να το σκαρφαλώσει, αλλά δεν τα κατάφερε και πέφτοντας έσπασε τα πόδια του.
Το πουλί γέλασε δυνατά και ξαναλάλησε: «Ανόητε! Δεν έχει περάσει ούτε μία ώρα από τη στιγμή που σε δίδαξα τους τρεις κανόνες και ήδη τους έχεις ξεχάσει! Σου είπα ποτέ να μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν στο παρελθόν κι εσύ μετάνιωσες που μ’ άφησες ελεύθερο. Σου είπα ποτέ να μην πιστεύεις ότι είναι εμφανώς αναληθές κι εσύ ήσουν τόσο αφελής που πίστεψες πως πράγματι κουβαλώ ένα πολύτιμο πετράδι στο σώμα μου. Είμαι απλώς ένα φτωχό άγριο πουλί που καταφέρνει να επιβιώνει λεπτό προς λεπτό με σκόρπιους κόκκους τροφής. Και τέλος, σε συμβούλεψα ποτέ να μην παλεύεις μάταια για το ανέφικτο κι εσύ προσπάθησες να πιάσεις ένα πουλί με γυμνά χέρια και τώρα βρίσκεσαι πεσμένος καταγής στο έδαφος με τα δυό σου πόδια σπασμένα.
Για μερικούς σαν εσένα έχουν πει οι φιλόσοφοι πως «πιο πιθανό είναι να συνετίσεις ένα σοφό με μια επίπληξη, παρά έναν ανόητο με εκατό μαστιγώματα». Αλλά αλίμονο, δεν αποτελείς εξαίρεση στον κόσμο αυτό, καθώς άνθρωποι σαν εσένα υπάρχουν πολλοί.
Και αποσώνοντας τα λόγια του, το σοφό πουλί πέταξε μακρυά να βρει την τροφή του.
Πηγή: Angelo S. Rappoport, The Folklore of the Jews (London: The Soncino Press, 1937), pp. 175-176. Στο διαδίκτυο εδώ.
mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
«Πες μου τους κανόνες και θα σ’ αφήσω ελεύθερο», απάντησε ο θηρευτής.
«Πρώτα θα μου υποσχεθείς» ανταπάντησε το έξυπνο πουλί «ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου και όντως θα μ’ ελευθερώσεις».
Κι όταν ο άντρας ορκίστηκε να τηρήσει την υπόσχεσή του, το πουλί είπε: «Ο πρώτος κανόνας είναι ποτέ μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν. Ο δεύτερος κανόνας είναι ποτέ μην πιστέψεις κάτι που καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο ή απίθανο να συμβεί. Ο τρίτος κανόνας είναι ποτέ μην προσπαθήσεις να πιάσεις κάτι από τη φύση του άπιαστο».
Έχοντας μιλήσει, το πουλί ζήτησε από το θηρευτή να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, αφήνοντάς το ελεύθερο κι έτσι ο άντρας με τη σειρά του άνοιξε τα χέρια του και το άφησε να πετάξει μακρυά.
Το πουλί προσγειώθηκε στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου και λάλησε κοροϊδευτικά στον άνθρωπο που στεκόταν από κάτω: «Ανόητε, μου επέτρεψες να πετάξω μακρυά, δίχως να γνωρίζεις ότι κρύβω ένα πολύτιμο μαργαριτάρι στο σώμα μου, την πηγή της ίδιας της σοφίας μου».
Μόλις ο θηρευτής άκουσε τα λόγια του πουλιού, μετάνιωσε πικρά που το είχε αφήσει να πετάξει και προχώρησε βιαστικά προς το δέντρο, προσπάθησε να το σκαρφαλώσει, αλλά δεν τα κατάφερε και πέφτοντας έσπασε τα πόδια του.
Το πουλί γέλασε δυνατά και ξαναλάλησε: «Ανόητε! Δεν έχει περάσει ούτε μία ώρα από τη στιγμή που σε δίδαξα τους τρεις κανόνες και ήδη τους έχεις ξεχάσει! Σου είπα ποτέ να μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν στο παρελθόν κι εσύ μετάνιωσες που μ’ άφησες ελεύθερο. Σου είπα ποτέ να μην πιστεύεις ότι είναι εμφανώς αναληθές κι εσύ ήσουν τόσο αφελής που πίστεψες πως πράγματι κουβαλώ ένα πολύτιμο πετράδι στο σώμα μου. Είμαι απλώς ένα φτωχό άγριο πουλί που καταφέρνει να επιβιώνει λεπτό προς λεπτό με σκόρπιους κόκκους τροφής. Και τέλος, σε συμβούλεψα ποτέ να μην παλεύεις μάταια για το ανέφικτο κι εσύ προσπάθησες να πιάσεις ένα πουλί με γυμνά χέρια και τώρα βρίσκεσαι πεσμένος καταγής στο έδαφος με τα δυό σου πόδια σπασμένα.
Για μερικούς σαν εσένα έχουν πει οι φιλόσοφοι πως «πιο πιθανό είναι να συνετίσεις ένα σοφό με μια επίπληξη, παρά έναν ανόητο με εκατό μαστιγώματα». Αλλά αλίμονο, δεν αποτελείς εξαίρεση στον κόσμο αυτό, καθώς άνθρωποι σαν εσένα υπάρχουν πολλοί.
Και αποσώνοντας τα λόγια του, το σοφό πουλί πέταξε μακρυά να βρει την τροφή του.
Πηγή: Angelo S. Rappoport, The Folklore of the Jews (London: The Soncino Press, 1937), pp. 175-176. Στο διαδίκτυο εδώ.
mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
Παρ’ το αλλιώς. Μπορείς!
Ήταν κάποτε ένας αγρότης που είχε ένα γέρικο μουλάρι.
Το μουλάρι μια μέρα έπεσε μέσα στο πηγάδι του αγρότη.
Ο αγρότης άκουγε το μουλάρι να χλιμιντρίζει απελπισμένο μέσα από το πηγάδι… Αφού εξέτασε προσεκτικά την κατάσταση, ο αγρότης λυπήθηκε το μουλάρι και αφού δεν έβρισκε τρόπο να το ανασύρει στην επιφάνεια, κάλεσε τους γείτονες και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν και να γεμίσουν με χώμα το πηγάδι για να θαφτεί ζωντανό το γέρικο μουλάρι, αφού δεν υπήρχε τρόπος να το βγάλουν από εκεί ζωντανό!
Αρχικά, το μουλάρι έπαθε υστερία, βλέποντας να γεμίζουν με χώμα το πηγάδι. Αλλά στη συνέχεια, καθώς ο αγρότης και οι γείτονές του έριχναν φτυαριές με χώμα πάνω του, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του… Σκέφτηκε πως, κάθε φορά που έπεφτε μια φτυαριά χώμα στην πλάτη του, θα την τίναζε και θα πατούσε πάνω της για να ανέβει πιο ψηλά!
Αυτό έκανε.. φτυαριά τη φτυαριά… Τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά… τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά.. τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά! συνέχιζε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του…
Δεν το ένοιαζε πόσο πονούσαν οι φτυαριές με το χώμα που έπεφταν στην πλάτη του, ή πόσο απελπιστική φαινόταν η κατάσταση…
Το γέρικο Μουλάρι πολέμησε τον πανικό του και απλά συνέχιζε ναΤΙΝΑΖΕΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΠΙΟ ΨΗΛΑ!
Έτσι, δεν άργησε το γέρικο μουλάρι καταβεβλημένο και εξουθενωμένο, να βγει από το στόμιο του πηγαδιού θριαμβευτικά!!! Αυτό που φάνηκε πως θα το έθαβε, ουσιαστικά το βοήθησε… και όλο αυτό συνέβη επειδή διαχειρίστηκε τις αντιξοότητες με σωστό τρόπο.
****************************************
Γι’ αυτό… ΚΑΝΕ ΣΗΜΕΡΑ αυτό που οι άλλοι δε θέλουν, για να μπορείς να κάνεις αύριο αυτό που οι άλλοι δε θα μπορούν…
ΕΜΠΙΣΤΕΨΟΥ την προσωπική σου δύναμη, άσχετα αν νομίζεις ότι αυτήείναι μικρή ή τεράστια…
Γιατί, στο τέλος, αυτό για το οποίο μετανιώνουμε περισσότερο είναι ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ!
Να είστε πάντα καλά!
Ήταν κάποτε ένας αγρότης που είχε ένα γέρικο μουλάρι.
Το μουλάρι μια μέρα έπεσε μέσα στο πηγάδι του αγρότη.
Ο αγρότης άκουγε το μουλάρι να χλιμιντρίζει απελπισμένο μέσα από το πηγάδι… Αφού εξέτασε προσεκτικά την κατάσταση, ο αγρότης λυπήθηκε το μουλάρι και αφού δεν έβρισκε τρόπο να το ανασύρει στην επιφάνεια, κάλεσε τους γείτονες και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν και να γεμίσουν με χώμα το πηγάδι για να θαφτεί ζωντανό το γέρικο μουλάρι, αφού δεν υπήρχε τρόπος να το βγάλουν από εκεί ζωντανό!
Αρχικά, το μουλάρι έπαθε υστερία, βλέποντας να γεμίζουν με χώμα το πηγάδι. Αλλά στη συνέχεια, καθώς ο αγρότης και οι γείτονές του έριχναν φτυαριές με χώμα πάνω του, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του… Σκέφτηκε πως, κάθε φορά που έπεφτε μια φτυαριά χώμα στην πλάτη του, θα την τίναζε και θα πατούσε πάνω της για να ανέβει πιο ψηλά!
Αυτό έκανε.. φτυαριά τη φτυαριά… Τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά… τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά.. τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά! συνέχιζε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του…
Δεν το ένοιαζε πόσο πονούσαν οι φτυαριές με το χώμα που έπεφταν στην πλάτη του, ή πόσο απελπιστική φαινόταν η κατάσταση…
Το γέρικο Μουλάρι πολέμησε τον πανικό του και απλά συνέχιζε ναΤΙΝΑΖΕΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΠΙΟ ΨΗΛΑ!
Έτσι, δεν άργησε το γέρικο μουλάρι καταβεβλημένο και εξουθενωμένο, να βγει από το στόμιο του πηγαδιού θριαμβευτικά!!! Αυτό που φάνηκε πως θα το έθαβε, ουσιαστικά το βοήθησε… και όλο αυτό συνέβη επειδή διαχειρίστηκε τις αντιξοότητες με σωστό τρόπο.
****************************************
Γι’ αυτό… ΚΑΝΕ ΣΗΜΕΡΑ αυτό που οι άλλοι δε θέλουν, για να μπορείς να κάνεις αύριο αυτό που οι άλλοι δε θα μπορούν…
ΕΜΠΙΣΤΕΨΟΥ την προσωπική σου δύναμη, άσχετα αν νομίζεις ότι αυτήείναι μικρή ή τεράστια…
Γιατί, στο τέλος, αυτό για το οποίο μετανιώνουμε περισσότερο είναι ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ!
Να είστε πάντα καλά!